Φλεβική Ανεπάρκεια – Συμπτώματα
Τα συμπτώματα της φλεβικής ανεπάρκειας επιγραμματικά είναι τα εξής:
- Πόνος.
- Αίσθημα βάρους/καύσου στα πόδια.
- Μυϊκές κράμπες.
- Κνησμός (φαγούρα).
- Οίδημα (πρήξιμο).
Όλα αυτά τα συμπτώματα συμβαίνουν σταδιακά μέσα στην ημέρα. Ένας ασθενής με φλεβική ανεπάρκεια στα πόδια του, όταν σηκωθεί το πρωί, συνήθως αισθάνεται τα πόδια του αρκετά ανάλαφρα και ξεκούραστα. Όσο περνούν οι ώρες, ειδικά από το μεσημέρι και μετά, τα παραπάνω συμπτώματα εμφανίζονται. Χαρακτηριστικές είναι, για παράδειγμα, οι μυϊκές κράμπες, οι οποίες είναι συνήθως νυχτερινές, το οίδημα, ειδικά τις απογευματινές ώρες, ο πόνος, το αίσθημα βάρους και ο κνησμός.
Οριστική λύση άμεσα & ανώδυνα
Χωρίς πόνο, χωρίς νοσηλεία με τον πλέον σύγχρονο και ασφαλές τρόπο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η φλεβική ανεπάρκεια δεν έχει τυπικά χαρακτηριστικά συμπτώματα. Δεν είναι για παράδειγμα, μία πνευμονία που έχει βήχα και πυρετό, αλλά μπορεί να προσομοιάζει πάρα πολλά πράγματα. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που δεν υπάρχουν καν συμπτώματα. Συνεπώς, τα συμπτώματα της φλεβικής ανεπάρκειας είναι καλό να εμφανίζονται, διότι κρούουν ένα καμπανάκι ότι κάτι δεν πάει καλά στο σώμα του ασθενούς και θα πρέπει να το ελέγξει.
Φλεβική Ανεπάρκεια - Συμπτώματα 4ου Σταδίου
Τα συμπτώματα της φλεβικής ανεπάρκειας στο 4ο στάδιό της είναι τα εξής:
- Έκζεμα.
- Μελάγχρωση.
- Σκλήρυνση του δέρματος.
- Ανοιχτές πληγές (έλκη).
- Φλεβικό άτονο έλκος.
- Χρόνιες φλεγμονές.
Ουσιαστικά, αυτά τα συμπτώματα είναι τυπικά για το 4ο στάδιο της φλεβικής ανεπάρκειας, που περιλαμβάνει τη λιποδερματοσκλήρυνση. Είναι εκεί όπου οι αντοχές του δέρματος, λόγω της κακής κυκλοφορίας του αίματος, έχουν τελειώσει και αρχίζει και αντιδρά. Αρχικά, εκδηλώνεται δερματίτιδα, με ερυθρότητα του δέρματος, ευαισθησία και με πόνο τοπικά στην περιοχή, η οποία σταδιακά οδηγείται στην ανάπτυξη μελάγχρωσης και σκλήρυνσης του δέρματος.
Οι πληγές και τα έλκη είναι το τελικό στάδιο, χωρίς δυστυχώς να υπάρχει κάποια ενδιάμεση κατάσταση, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή από τον ασθενή. Όλη αυτή η πορεία είτε είναι πάρα πολύ γρήγορη είτε πάρα πολύ αργή. Δεν υπάρχει κάποιος παράγοντας που να βοηθήσει τους ειδικούς στη πρόβλεψη ότι ένας ασθενής θα προχωρήσει ταχύτερα στα στάδια του προβλήματός του, ενώ κάποιος άλλος όχι.